- Κάλβος, Ανδρέας
- (Ζάκυνθος 1792 – Λάουθ, Αγγλία 1869). Ποιητής. Σε παιδική ηλικία πήγε στο Λιβόρνο της Ιταλίας μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, εξαιτίας των ασχολιών του εμπόρου πατέρα του. Το 1805 οι γονείς του χώρισαν και τότε η μητέρα έχασε, καθώς φαίνεται, τα ίχνη των παιδιών της. Από την άλλη μεριά ο πατέρας, υποχρεωμένος να κάνει μακρινά ταξίδια, άφηνε τα παιδιά μόνα να μεγαλώνουν χωρίς την οικογενειακή θαλπωρή. Το 1812 είναι η χρονιά που, πιθανώς, ο πατέρας χάθηκε σε ένα από τα ταξίδια του και τα παιδιά έμειναν οριστικά μόνα και απροστάτευτα. Όλα αυτά τα οικογενειακά βιώματα έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του K., που έγινε ένας κλειστός και υπερευαίσθητος άνθρωπος. Την ίδια χρονιά του θανάτου του πατέρα του βρέθηκε στη Φλωρεντία, προστατευόμενος του Ούγο Φόσκολο. Ο Κ. ακολούθησε τον διάσημο ποιητή και στη Ζυρίχη, όπου πήγε για να μην ομολογήσει πίστη στους Αυστριακούς που είχαν γίνει κύριοι της Ιταλίας μετά την πτώση του Ναπολέοντα. Την τύχη του δημοκρατικού Φόσκολο, που θεωρήθηκε ανεπιθύμητος και από την ελβετική αστυνομία, συμμερίστηκε ο Κ. που τον ακολούθησε πάλι στο Λονδίνο, επόμενο σταθμό των περιπλανήσεών τους. Στην αγγλική πρωτεύουσα η μεγάλη φιλία έλαβε τέλος. Ο K., θέλοντας να απαλλαγεί από τη βαριά επιρροή του Φόσκολο, άρχισε να βάζει μόνος του πια τις βάσεις της μελλοντικής του σταδιοδρομίας, αναπτύσσοντας έντονη πνευματική και κοινωνική δραστηριότητα στο Λονδίνο. Ο γάμος του με μια Αγγλίδα επέτρεψε αυτή του τη δραστηριότητα, στάθηκε όμως βραχύβιος εξαιτίας του θανάτου της γυναίκας του.
Το 1820 επέστρεψε στην Ιταλία, όπου είχε φουντώσει το κίνημα των Ιταλών πατριωτών (καρμπονάρων) εναντίον των Αυστριακών και των απολυταρχικών ιδεών του Μέτερνιχ. Ο Κ. έγινε καρμπονάρος και έζησε άμεσα τον επαναστατικό πυρετό της εποχής. Η πολιτική του δραστηριότητα είχε ως αποτέλεσμα μια νέα μετακίνηση, καθώς εκδιώχθηκε από την Ιταλία (Φλωρεντία) και κατέφυγε στη Ζυρίχη (Φεβρουάριος 1821), όπου λίγο αργότερα έφτασε η είδηση για την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης. Στις αρχές του 1823 πήγε στη Γενεύη, όπου υπήρχε μεγάλο φιλελληνικό ρεύμα. Εκεί τυπώθηκαν οι 10 πρώτες Ωδές του (1824). Τον Ιανουάριο του 1825 ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου οι Ωδές του είχαν βρει λαμπρή απήχηση και χαιρετίζονταν ως οι αναστάσιμοι ύμνοι της αναγεννημένης Ελλάδας. Με την ενίσχυση των φιλελλήνων τύπωσε και μία δεύτερη (και τελευταία) σειρά δέκα Ωδών (1826), που μεταφράστηκαν ταυτόχρονα στα γαλλικά (ήδη το 1824 είχαν μεταφραστεί στην ίδια γλώσσα και οι δέκα πρώτες Ωδές). Σχεδόν τον ίδιο καιρό έφτασε η είδηση για την πτώση του Μεσολογγίου, που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στους φιλελληνικούς και φιλελεύθερους κύκλους της Ευρώπης. Ο Κ. ένιωσε τότε τον επαναστατικό άνεμο να τον ξεσηκώνει και μετέβη στην Ελλάδα. Μένοντας στο Ναύπλιο περίπου είκοσι ημέρες, ήρθε για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με το χάος της ελληνικής πραγματικότητας. Πτοημένος ο ρομαντικός Κ. αποσύρθηκε στην Κέρκυρα, χωρίς να γράψει από εκείνη την εποχή και μετά ούτε έναν νέο στίχο. Στην Κέρκυρα έμεινε σχεδόν 27 χρόνια. Δίδαξε ως καθηγητής στην Ιόνιο Ακαδημία, άσκησε τη δημοσιογραφία και παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα ξένων γλωσσών. To 1852 ο πολυπλάνητος Κ. ξαναταξίδεψε στην Αγγλία, όπου συνέδεσε, για δεύτερη φορά, την τύχη του με μια Αγγλίδα, διευθύντρια παρθεναγωγείου στο Λάουθ. Εκεί πέθανε και τάφηκε – όχι όπως το είχε ευχηθεί (Ο φιλόπατρις). Το 1960 έγινε η μετακομιδή των οστών του (καθώς και της γυναίκας του) στη Ζάκυνθο.
Οι Ωδές του Κ. προκάλεσαν στο εξωτερικό, όπου και τυπώθηκαν, τον ενθουσιασμό των φιλελλήνων, οι οποίοι ζούσαν το όραμα της ανάστασης της αρχαίας Ελλάδας. Στην Ελλάδα όμως συνάντησαν μεγάλη αδιαφορία (αντίθετα με τον Ύμνο στην Ελευθερία του Σολωμού ο οποίος, παράλληλα με την απήχηση που βρήκε στην Ευρώπη, ενθουσίασε και τον μαχόμενο ελληνικό λαό). Εκείνο που απωθούσε στις Ωδές του Κ. ήταν κυρίως η γλώσσα, καθαρεύουσα ανάμεικτη με πολλούς τύπους της δημοτικής, υποταγμένους όμως και αυτούς στη μορφολογία της καθαρεύουσας. Ο K., αρνούμενος τις λύσεις της άκρας αρχαΐζουσας αλλά και της καθαρής λαϊκής γλώσσας, δέχτηκε τις γλωσσικές θεωρίες του Κοραή, όπως το πιστοποιούν οι κοραϊκοί τύποι που βρίσκονται στην ποίησή του («θέλει φιλήσειν», «θέλει ειπείν» κλπ.). Ξένα επίσης προς το αίσθημα των συγχρόνων του Ελλήνων ήταν τα έντονα αρχαϊκά ποιητικά του σύμβολα, τα οποία άντλησε από το οπλοστάσιο της νεοκλασικής ποίησης (που είχε κάνει ήδη λαμπρή σταδιοδρομία στην Ευρώπη), αλλά και απευθείας από τους αρχαίους (οι Ωδές του βρίθουν για παράδειγμα από στοιχεία της πινδαρικής ποίησης). Μέσα στην ποίηση του Κ. οι «Αθάνατοι βροντάουσιν επί τας κεφαλάς των αχαρίστων», «αι Παρνάσσιαι κόραι [οι μούσες] χορεύουν», ακούμε να σημαίνουν «τα θεία της Αρτέμιδος αργυρά τόξα», στον ουρανό «τας τρίχας πλύνουσι των φοιβηίων» [των αλόγων του Φοίβου] «οι Ώραι» ή «οι φοίνικες ξηραίνονται της Ειλειθυΐας» και η «Τρίμορφος Εκάτη θεωρεί τα πλοία εις του Αιγαίου τους κόλπους λάμνοντα».
Παρ’ όλα αυτά ο Κ. μπόρεσε να διαμορφώσει ένα προσωπικό ύφος και να κάνει να ακουστεί μία από τις πιο παράξενες αλλά και τις πιο δυνατές φωνές της νεοελληνικής ποίησης, ιδίως από την εποχή (1888) που ο Παλαμάς ανέσυρε τις Ωδές του από τη λήθη και επισήμανε την ποιητική τους αξία. Ο K. –που δέχτηκε πρόθυμα πολλές ξένες επιδράσεις– επειδή είχε το ταλέντο του ποιητή, μπόρεσε να γίνει τόσο πρωτότυπος και ακόμα τόσο τολμηρός ώστε να θεωρηθεί ένας από τους προδρόμους της νεωτεριστικής ποίησης των τελευταίων δεκαετιών. Ο Οδυσσέας Ελύτης (ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης κατά την τρίτη δεκαετία του 20ού αι.) υπήρξε ένας από τους θαυμαστές του Κ. «Πραγματικά», έγραφε, «ο Κάλβος είναι ο πρώτος νεοέλληνας ποιητής που έχει συνείδηση θαλασσινή (σε μια σύνθεση ανώτερη Αιγαιατικής και Ιόνιας φύσης), συνείδηση που τον τοποθετεί από τη μια στο κέντρο της ελληνικής πραγματικότητας και από την άλλη στο κέντρο της επαφής των σημερινών Ελλήνων ποιητών με τους Ευρωπαίους ομοϊδεάτες τους (...)· δεν χωράει αμφιβολία ότι ο άνθρωπος αυτός, που έχει πάντοτε μπροστά του ένα πέλαγος πλουτισμένο από την μυρωδίαν των χρυσών κίτρων, έζησε το νησί, και ζώντας το νησί έζησε την πιο αυθεντική πλευρά της Ελλάδας. Να μάντευε άραγε ότι μετά εκατό ολόκληρα χρόνια θα συναντιότανε με τη νέα ελληνική γενεά, και μεσ’ απ’ αυτήν με τη νέα αισθητική αντίληψη της Ευρώπης;».
Η ποίηση του Κ. όμως είναι ενδιαφέρουσα και επειδή αποδεικνύει ότι μια εποχή μπορεί, όταν είναι ιστορικά σημαντική, να αναδεικνύει εξέχουσες πνευματικές και άλλες φυσιογνωμίες, οι οποίες σε άλλες εποχές θα έμεναν ανέκφραστες. Ο Κ. είναι ο στρατευμένος ποιητής, που αποφάσισε να γράψει, όχι από μια βαθύτερη δημιουργική και καθαρά ποιητική ανάγκη αλλά με σκοπό να υμνήσει τον αγώνα της πατρίδας του για την ελευθερία και να προκαλέσει τη συμπάθεια και τη συμπαράσταση των ξένων σε αυτό τον αγώνα. Είναι ένας προπαγανδιστής ποιητής της Επανάστασης του 1821, που έγραψε τις ηρωικές Ωδές του για να συνεργαστεί επίσης με τα φιλελληνικά κομιτάτα της Ευρώπης (τα οποία και μετέφρασαν αμέσως τα ποιήματά του στα γαλλικά). Ο ίδιος έγραφε στην «επισημείωσιν» που επισύναψε στη δεύτερη σειρά των Ωδών του: «Εις το ερχόμενον, εάν μου φθάσει η ζωή και η τύχη μου δώση αρκετήν ησυχίαν, θέλω (...) προβάλειν στίχους ηρωικούς υμνούντας τους κατά των ανηλεών τυράννων της πατρίδος θριάμβους του σταυρού και της των προμάχων μας αρετής· κατά δε το παρόν άλλους παρά τους άνωθεν δεν δύναμαι να προσφέρω». Αλλά η παγερή αντίδραση, που η αρχαιότροπη ποίησή του συνάντησε στην Ελλάδα, είχε ως αποτέλεσμα την περιθωριοποίησή του.
Ο στρατευμένος χαρακτήρας της ποίησης του Κ. φαίνεται και από το περιεχόμενο των Ωδών του, που είναι όλες αυστηρά πατριωτικές και πολιτικές (με μηνύματα δημοκρατικά και φιλελεύθερα), παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν ένας φλογερός και ρομαντικός άνθρωπος. Δεν επέτρεπε στον εαυτό του να αδυνατίσει τον μαχόμενο χαρακτήρα των ποιημάτων του με τα θολά στοιχεία ενός υποκειμενικού λυρισμού. Έμεινε σταθερά ένας ποιητής του έθνους του, που διψούσε για δικαιοσύνη και ελευθερία (Αι ευχαί).
Ο Κ. καινοτόμησε και μετρικά. Διαίρεσε τις Ωδές του σε (αόριστου αριθμού) στροφές με πέντε στίχους, από τους οποίους οι πρώτοι τέσσερις έχουν επτά συλλαβές και ο τελευταίος πέντε. Όταν η τελευταία λέξη του στίχου έχει τον τόνο στη λήγουσα, ο στίχος τελειώνει με την έκτη συλλαβή· αν μετά την τονιζόμενη συλλαβή υπάρχουν μία ή δύο συλλαβές, αυτές λογαριάζονται πάντα ως μία. Ο πέμπτος στίχος τονίζεται στην προτελευταία συλλαβή. Με άλλα λόγια βασική προϋπόθεση στη μετρική αυτή, που αγνοεί την ομοιοκαταληξία και έχει μια διακριτική σχέση με τα ιαμβικά μέτρα, είναι η ακόλουθη: οι τέσσερις πρώτοι στίχοι πρέπει να τονίζονται πάντα στην έκτη συλλαβή, ο πέμπτος στην τέταρτη.
Στιγμιότυπο από τη μετακομιδή των οστών του Ανδρέα Κάλβου και της συζύγου του από την Αγγλία στη γενέτειρά του, Ζάκυνθο τον Ιούνιο του 1960 (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Η πρώτη ελληνική έκδοση των «Ωδών» του Ανδρέα Κάλβου, που έγινε στη Γενεύη το 1824.
Η πρώτη γαλλική έκδοση των «Ωδών» του Κάλβου, που έγινε στο Παρίσι (1824), αν και αναφέρεται ως τόπος έκδοσης και η Γενεύη.
Dictionary of Greek. 2013.